- Παλαιολόγος
- Παλαιολόγοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… … Dictionary of Greek
Παλαιολόγος, Αναστάσιος — (18ος αι.). Nαυτικός από την Πάτρα. Κατετάγη ως αξιωματικός στον στόλο του Λάμπρου Κατσώνη και διακρίθηκε στις διάφορες ναυμαχίες εναντίον των Οθωμανών, την περίοδο 1787 92. Μορφωμένος και γλωσσομαθής όπως ήταν, χρησιμοποιήθηκε από τον Κατσώνη ως … Dictionary of Greek
Παλαιολόγος, Γρηγόριος — (18ος – 19ος αι.). Γεωπόνος και συγγραφέας. Με δαπάνες της φιλελληνικής εταιρείας του Παρισιού, σπούδασε πρακτική και θεωρητική γεωργία στην Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία και Ελβετία. Το 1829 διορίστηκε διευθυντής του πρότυπου αγροκηπίου της Τίρυνθας … Dictionary of Greek
Παλαιολόγος, Παύλος — Δημοσιογράφος. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και δημοσιογραφία στο Παρίσι. Εργάστηκε από το 1915 ως συντάκτης αθηναϊκών εφημερίδων. Το 1920 ίδρυσε την εφημερίδα Πατρίς της Κωνσταντινούπολης. Ο Π.Π. καλλιέργησε ιδιαίτερα το… … Dictionary of Greek
Παλαιολόγος-Μπενιζέλος — Κλάδος της αθηναϊκής οικογένειας των Μπενιζέλων. Ιδρύθηκε από τον δευτερότοκο γιο του «Αγγελου Μπενιζέλου και την Καρέττα Δημ. Παλαιολόγου. 1. Αλέξανδρος (1745 – 1809). Πρόκριτος της Αθήνας και εθνομάρτυρας. Μαζί με άλλους Αθηναίους προκρίτους… … Dictionary of Greek
Ιωάννης Ούρεσις Παλαιολόγος — Βλ. λ. Ούρεσις ή Ουρώς … Dictionary of Greek
Παλαιολόγε — Παλαιολόγος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παλαιολόγοι — Παλαιολόγος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παλαιολόγοις — Παλαιολόγος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παλαιολόγον — Παλαιολόγος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)